στερρόνους

στερρόνους
στερρό-νους, ουν,
A hard-, stern-minded, Tz. ad Hes.Op.129 ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στερρόνους — ουν, Α αυτός που έχει σκληρό, δηλαδή αυστηρό νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερρός, άλλος τ. τού στερεός + νους (< νόος, νοῦς), πρβλ. βραδύ νους, οξύ νους] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”